- κρατυντός
- κρατυντός, -ή, όν (Α) [κρατύνω]αυτός που στηρίζεται ή επιβεβαιώνεται με επιχειρήματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρατυντά — κρατυντός confirmed neut nom/voc/acc pl κρατυντά̱ , κρατυντός confirmed fem nom/voc/acc dual κρατυντά̱ , κρατυντός confirmed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)